- δαφνοστεφάνωτος
- -η, -οστεφανωμένος με φύλλα δάφνης, ένδοξος: Μαζί με τα υπόλοιπα βραβεία, του έδωσαν και ένα δάφνινο στεφάνι για τη νίκη του στο άθλημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.