δαφνοστεφάνωτος

δαφνοστεφάνωτος
-η, -ο
στεφανωμένος με φύλλα δάφνης, ένδοξος: Μαζί με τα υπόλοιπα βραβεία, του έδωσαν και ένα δάφνινο στεφάνι για τη νίκη του στο άθλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαφνοστεφάνωτος — η, ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, δαφνοστεφάνωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”